-
1 σύγκλυς
A washed together by the waves; but only metaph., ξύγκλυδες ἄνθρωποι promiscuous crowd, mob, rabble, Th.7.5; σύγκλυδες alone, Pl.R. 569a, Str.4.2.1, etc.;σ. ὅμιλος Plu.Mar.45
: with neut. Subst.,συγκλύδων καὶ μιγάδων ἠθῶν ἀνάπλεοι Ph.2.312
: Hsch. cites a neut. pl. σύγκλυδα.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύγκλυς
См. также в других словарях:
σύγκλυς — και αττ. τ. ξύγκλυς» υδος, ὁ, ἡ, και, κατά τον Ησύχ., τ. ουδ. πληθ. τὰ σύγκλυδα, Α 1. αυτός που τόν κατέκλυσαν από παντού τα κύματα 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όχλο, στον συρφετό («συγκλύδων καὶ μιγάδων ἠθών ἀνάπλεοι», Φίλ.) 3. (για… … Dictionary of Greek